Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τρόπῳ τοιῷδε

См. также в других словарях:

  • τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …   Dictionary of Greek

  • εξαπόλλυμι — ἐξαπόλλυμι (Α) 1. εξαφανίζω, εξολοθρεύω, καταστρέφω («πατέρα τὸν ἀμὸν πρόσθεν ἐξαπώλεσας», Σοφ.) 2. απόλ. αφανίζομαι, καταστρέφομαι («ἐξαπολώλασι τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απόλλυμι «εξολοθρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»